Έχω πολλά χρόνια που δεν ασχολούμαι πλέον με την κριτική του κινηματογράφου. Η αποχή μου αυτή ξεκίνησε ως πλήξη για μια τόσο βαρετή διαδικασία και κατέληξε ως συγκεκριμένη πολιτική θέση για ένα βαθιά αντιδραστικό «λειτούργημα» όπως είναι η κριτική.
Έρχονται όμως στιγμές όπως αυτή που βίωσα χτες το βράδυ, στην αίθουσα 11 του ΣΙΝΕ ΛΑΪΚΟΝ, που νιώθεις πως ήρθε η ώρα να ξαναμιλήσεις. Γιατί αν όχι τώρα, πότε;
Μιλώ για την ταινία "Ο διάλογος" (στην αγγλική διανομή "Us and Them") του καλλιτεχνικού μορφώματος Μετέχνιο, μιας κοοπερατίβας που μέχρι στιγμής υποσχόταν πάρα πολλά, κανείς όμως δεν μπορούσε να προβλέψει αυτό που θα ακολουθούσε. Από τα πρώτα 10 δευτερόλεπτα, η ταινία καθηλώνει και τον πιο απαιτητικό θεατή μετατρέποντας το κινηματογραφικό κάδρο σε ένα μικρό σύμπαν που μιλά για τα πάντα. Δύο πρόσωπα σε ένα μαγικά ρεαλιστικό encounter, όπου όλα δείχνουν ότι το επερχόμενο τέλος κάθε άλλο παρά λυτρωτικό θα είναι. Και πράγματι, μετά τις πρώτες λέξεις, ο θεατής ανακαλύπτει ότι η ποιότητα της αντιπαράθεσης που θα εκτυλιχθεί μπροστά του, είναι ασύλληπτου βάθους και η σκηνοθετική σύλληψη της διεκπεραίωσής της, μεγαλοφυής: Οι ήρωες, καθισμένοι σε ένα απολύτως αληθινό και ταυτόχρονα απόκοσμο σαλόνι, συγκρούονται μόνο φαινομενικά, αφού την ίδια στιγμή, κάθε συνυποδήλωση των λεγομένων τους δεν φοβάται να φανερώσει μία απύθμενη λατρεία για τον αντίπαλο.
Η φυσικότητα των διαλόγων είναι σοκαριστική. Ακόμη και ο πιο αυστηρός κριτικός δύσκολα θα μπορέσει να εντοπίσει το παραμικρό ψεγάδι στην ποιότητα και την αγνότητα των διαλόγων, οι οποίοι έρχονται να κατατμήσουν τα σημαινόμενα αφήνοντας ακέραια τα σημαίνοντα, με την καθαρότητα και την ακρίβεια του χειρουργικού ατσαλιού.
Πέρα όμως από το σενάριο, η ταινία συνθέτει ταυτόχρονα ένα αισθητικό αριστούργημα. Πρόκειται για ένα ποίημα-πρόκληση για τις αισθήσεις μας (ακόμη και των πιο απαιτητικών θεατών), ένα ποίημα που φέρει την υπόσχεση ότι οι νευρώνες μας θα γεννήσουν νέες μοναδικές συνάψεις στην πορεία προς την αναζήτηση του κεντρικού νοήματος: Οι ελαφρά κιτρινοπράσινες αποχρώσεις των πολύ προσεγμένων φωτισμών στους τοίχους, η προσεκτική επιλογή στις γωνίες λήψης αλλά και το ανατρεπτικό και ταυτόχρονα όχι εξεζητημένο μοντάζ, κινούνται ακάθεκτα προς αυτή την κατεύθυνση. Η προσεκτικά επιλεγμένη μουσική ολοκληρώνει με ιδιαίτερη ευκολία αυτό που άλλοι δημιουργοί αναζητούν επί χρόνια, την πολυπόθητη «συναισθησία».
Όσο για τις ερμηνείες, τα σχόλια περιττεύουν. Οι ηθοποιοί, ειλικρινείς και μετρημένοι, έρχονται να υπογραμμίσουν την πληρότητα αυτού του θαυμάσιου εγχειρήματος. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η ταινία ξεκινά με τη φωνή του Δημητρη Χορν, υπενθυμίζοντας τρυφερά σε όλους μας ότι η απαξίωση του ρόλου του ηθοποιού από τον μεγάλο δάσκαλο Τζίγκα Βερτόφ, υπήρξε συχνά, μέσα στην ιστορία του κινηματογράφου, αδικαιολόγητη.
Αυτή λοιπόν είναι η ταινία: Μια νέα αποκαλυπτική περιγραφή του κόσμου που μας περιβάλλει, ενός κόσμου που φέρει βαρέως τα ίδια αρχέγονα ερωτήματα, όπως έχουν διατυπωθεί από τον «Άμλετ» του Σέξπηρ, έως το «Ψύχωση 4:48» της Σάρα Κέην.
Ωστόσο, ο “Διάλογος” της ομάδας Μετέχνιο, κομίζει και κάτι εντελώς καινούριο στην παλαίστρα των νοημάτων, καθώς είναι από τις σπάνιες εκείνες ταινίες που νιώθεις ότι εμπεριέχουν όχι μόνο την ερώτηση αλλά και την απάντηση ή τουλάχιστον την αρχή της. Λίγο πριν το fade out της τελικής σεκάνς, το στόμα του πρωταγωνιστή ανοίγει διάπλατα, σε μία ξεκάθαρη δήλωση της υπέρτατης υπαρξιακής αγωνίας, μια δήλωση ανάλογη με αυτή της «Κραυγής» του Μουνχ. ΟΙ δημιουργοί δεν μπορούσαν να γίνουν πιο ξεκάθαροι στην πρότασή τους: Ένας και μόνο ένας τρόπος υπάρχει για την αντιμετώπιση της αγωνίας του θανάτου και αυτός δεν είναι παρά η αέναη κίνηση προς τον Άλλο, ή με πιο απλά λόγια η επαναλαμβανόμενη εκτόξευση της ετερότητας προς το συγκλίνον άπειρο. Κι αν αυτή η κίνηση μας θυμίζει απόλυτα τη «Ρευστή Αγάπη», όπως την επινόησε ο Ζύγκμουντ Μπάουμαν, τότε μπορούμε χωρίς υπερβολή να πούμε ότι βρισκόμαστε μπροστά στο αρτιότερο μετανεωτερικό παραλήρημα που είδαμε στις κινηματογραφικές οθόνες, μετά το «Σολάρις» του Ταρκόφσκι.
Τα πολλά λόγια περιττεύουν. Πιστεύω ότι, παρακολουθώντας την ταινία, θα νιώσετε την ίδια ανάγκη με μένα. Να πείτε: "Σ’ ευχαριστώ Μετέχνιο, που με έκανες κοινωνό της τέχνης σου".
Σ’ ευχαριστώ.
11 σχόλια:
Α στα διάλα. Διάβαζα και διάβαζα και λέω δε μπορεί, κάπου θα το γυρίσει. Και φτάνω στο τέλος και δε βλέπω τίποτα(Το διάβαζα στα RSS και δε φαινόταν το βίντεο).
Παααααααααααααα το βλάκανς λέω πήραν τα μυαλά του αέρα; Πάλι ενθουσιάστηκε με τη νέα ταινία του Ζουγκλάκου σε προβολή Μεγάλης Ελευθεριακής Κατάληψης; Να του δείξανε το Γιαγκόναν και να ενθουσιάστηκε με το Lord Of The Rings του DIY κινήματος;
Πάλι καλά που το άνοιξα και στο firefox και είδα το βίντεο :)
Χαχαχα..λεω κ εγω....στην αρχη τ πιστεψα..αλλα λεω,δεν μπορει..
κ ομως..αδικως οι αμφιβολιες.προκειται ειλικρινα περι αριστουργηματος,κ ψηφισαμε κ 5 αστερακια.!! :)
Eprepe na to fantastw!tosos prologos kai tetoio yfos, san ton typo apo thn EPT me to moystaki, vrwmage h doyleia!Apapaaaaaaa!Se fovithike to mati mou!Siginithika kiolas to zwon..
Μένω Άναυδος (και Κάνιγγος, γωνία).
(ναι, το'χω γράψει και αλλού αυτό). Ες αύριον...
πολή καλή η ταινία, με συγκίνησε.
και ωραίο βιολάκι.
όσο για την κριτική σου,
αριστουργηματικότατη όπως πάντα άσκηση ύφους!
(καλό θα ήταν να τη διαβάσει κανείς κριτικός της τέχνης από τους "μεγάλα καπέλα" μπας και χαμπαριάσει πόσο άχρηστη είναι η δουλειά που κάνει: σκορπάει ξερολιές στο χαρτί και νταπαντουπίσματα του τύπου "μαγικός ρεαλισμός" κτλ)
αιμόφιλος σημαίνει φως!
Μιας που το κατέχεις το άθλημα της ακαδημαΐζουσας μπουρδολογίας (χωρίς να σε κατατάσω στην κάστα τους Τζόνιιι) που το Μηδέν το κάνει Παν και μεις νιωθουμε ελαφρείς χαζούληδες ωσάν τον Πήτερ Πάν μήπως μπορώ να έχω και ένα σχόλιο πάνω στο μουσικό είδος της "Turbo-Folk-θόρυβο-jazz" που έφεραν εις την πόλην μας οι Vialka την προηγούμενη εβδομάδα;
Έτσι απλά. Ακούγωντας κάποιος κριτικός το όνομα αυτού του, γνωστώτατου κατα τ' άλλα, μουσικού ιδιώματος πώς θα μπορούσε να το περιγράψει κανείς με εικόνες, ώστε να γίνουμε κοινωνοί της συναισθησίας - κοινώς να την ακούσουμε λίγο?
Μετά τιμής και με τα αυτιά μου στο πιάτο σου
Η άρνηση ΜΗ που εκφράζει τη σκέψη και τη θέληση, διάφορο του Ου που εκφέρει την εξ αντικειμένου άρνηση στο μη-γενόμενο. Έτσι ενώ το ου αρνείται, το μη ουσιαστικά ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ, είναι σχετικό ενώ το ου είναι απόλυτο, το μη υποκειμενικό, ενώ το ου αντικειμενικό. Η διαφορά τους αν και ισοπεδωμένη στην καθημερινή γλώσσα είναι όμως υπαρκτή: ουδέ-μηδέ, ουδείς-μηδείς, ουδέν-μηδέν.
Δυσβάσταχτη η μοναξιά μου φώναξα μαζί με τους πρωταγωνιστές.Η άμβλυνση τις ύπαρξης μου με γοήτευσε καθώς ριγούσα από τις κραυγές τους, κραυγές σιωπηλές που ήταν εκεί και περίμεναν να τις ακούσω, να τις ακούσεις.
Ταυτίστηκα και γώ , μα πώς άλλωστε είναι δυνατόν να μη ταυτιστεί κάποιος, με τους δύο αυτούς νέους.
Στο τέλος κορύφωση, ένα γλυκό και περίτεχνα αιωρούμενο ερωτικό φινάλε , ναι εκεί ΄σπάς, κατακερματίζεσαι, θες να τους δεις να κάνουν έρωτα, να ξεσπάσει η οργή στα κορμιά τους σαν δροσερό νερό που ξεχείλισε απο το ποτήρι τους.Γιατί δεν άντεξαν και γιατί δεν θα ανεχθούν τίποτα άλλο πια, γιατί μετά από αυτά που ειπώθηκαν δεν υπάρχει γυρισμός .
masturbation intellectuelle twra kai sta ellinika....
για τους προσεχτικούς αναγνώστες η λεπτομέρεια κάνει τη διαφορά:
"Σινέ Λαϊκό" = 2 έργα σεξ κάθε βράδυ. (όσοι δεν κατάγεστε από την πόρνη του θερμαϊκού συγχωρήστε, οι υπόλοιποι εντατικά μαθήματα πατριδογνωσίας...)
θεωρω εντελως απλοικό και στην τελικη αντιδραστικό το σχόλιο σου πως η κριτική είναι αντιδραστική.
νομίζω πως για να γράψεις τέτοια μεγαλοστομία πρέπει τουλαχιστον να τη βάσιζεις κάπου.
κριτική δεν κανουν μόνο οι μαιντανοι της τηλεόρασης.η κριτική είτε πρόκειται για κριτική κινηματογράφου,τέχνης,κοινωνικής,κουλτούρας γενικα κλπ είναι εργαλείο.σε θεωρω αρκετα εξυπνο ανθρωπο για να γραφεις τέτοιες υπεραπλουστευσεις χωρις να τις δικαιολογείς.
Δημοσίευση σχολίου