3 Οκτ 2010

Το παιχνίδι της έμπνευσης



Είχαν περάσει δύο μήνες από την τελευταία φορά που τα δάχτυλά του άγγιξαν με επιτυχία το πληκτρολόγιο. Το ήξερε ότι δεν θα ήταν εύκολο να ξαναξεκινήσει αλλά απ'την άλλη σκεφτόταν ότι δεν ήθελε να γράψει κάτι κοινότοπο, έτσι απλώς για να γράψει κάτι, άσε που πάντα έλεγε ότι θεωρούσε πολύ μίζερους όλους αυτούς που γυρνάν από τις διακοπές τους και το πρώτο πράγμα που γράφουν είναι μια χλιαρή ανασκόπηση του καλοκαιριού που τελειώνει με τη φράση "ΚΑΛΟ ΧΕΙΜΩΝΑ"...

Τώρα βέβαια τα πράγματα ήταν διαφορετικά, τώρα είχε στα χέρια του μια πολύ καλή αρχική ιδέα. Όμως δεν ήξερε καθόλου πώς να τη χειριστεί, δεν είχε καθόλου έμπνευση. Παράτησε τον υπολογιστή και κατέβηκε στο δρόμο. Αποφάσισε να ασχοληθεί με κάτι άλλο, μπας και ξεχαστεί. Έστριψε από τη Δραγούμη στην Εγνατία κι όταν έφτασε στην Αριστοτέλους, κατευθύνθηκε προς το αστυνομικό τμήμα Λευκού Πύργου.


Έπρεπε να κάνει δήλωση απώλειας ταυτότητας. Όχι, δεν υπήρχε κανένας ψαγμένος συμβολισμός σ'αυτό, είχε όντως χάσει την ταυτότητά του, εδώ και δύο βδομάδες. Ο φρουρός με το ζόρι άνοιξε το στόμα του και είπε κάτι σαν "γραφείο 24". Ανέβηκε στο δεύτερο όροφο και στάθηκε έξω από την κλειστή πόρτα. Μπάτσοι πήγαιναν κι έρχονταν με ιδιαίτερη βιασύνη, κανείς δεν του έδινε την παραμικρή σημασία, αλλά φευγαλέα σκέφτηκε ότι αυτό δεν είναι δα και τόσο κακό, ειδικά αν το συγκρίνεις με την τελευταία φορά που ήταν σε αστυνομικό τμήμα και ασχολήθηκαν πολύ μαζί του.

Και ξαφνικά, καθώς χάζευε έναν πίνακα ανακοινώσεων, είδε την αγγελία.



"ΠΩΛΕΙΤΑΙ (από συνάδελφο) σε άριστη κατάσταση με λίγες βολές, Jericho 941FSt, 9 χιλιοστών [...] τιμή 350 ευρώ"

Η καρδιά του χτύπησε λίγο πιο γρήγορα. "Με λίγες βολές"... Μάλιστα... Πόσες να ήταν άραγε αυτές οι "λίγες" βολές που είχε κάνει το Jericho 941FSt; Ποιος βρέθηκε απέναντι στα 9 χιλιοστά του; Και γιατί ο μυστηριώδης μπατσοπωλητής ήθελε τόσο πολύ να ξεφορτωθεί αυτό το πιστόλι, ένα κατά τα άλλα συμπαθέστατο baby desert eagle, πουλώντας το όσο όσο;

Να λοιπόν μια πραγματικά καλή αρχή για το στόρυ που έψαχνε! Έτρεξε γρήγορα στο σπίτι κι έκατσε στον υπολογιστή. Είχαν βέβαια περάσει δύο μήνες από την τελευταία φορά που τα δάχτυλά του άγγιξαν με επιτυχία το πληκτρολόγιο. Το ήξερε ότι δεν θα ήταν εύκολο να ξαναξεκινήσει αλλά απ'την άλλη σκεφτόταν ότι δεν ήθελε να γράψει κάτι κοινότοπο, έτσι απλώς για να γράψει κάτι, άσε που πάντα έλεγε ότι θεωρούσε πολύ μίζερους όλους αυτούς που γυρνάν από τις διακοπές τους και το πρώτο πράγμα που γράφουν είναι μια χλιαρή ανασκόπηση του καλοκαιριού που τελειώνει με τη φράση "ΚΑΛΟ ΧΕΙΜΩΝΑ"...

Τώρα βέβαια τα πράγματα ήταν διαφορετικά, τώρα είχε στα χέρια του μια πολύ καλή αρχική ιδέα. Όμως δεν ήξερε καθόλου πώς να τη χειριστεί, δεν είχε καθόλου έμπνευση. Και πέρασαν έτσι πολλές ώρες απραξίας. Στο κεφάλι του στριφογύριζαν βασανιστικά σκόρπιες σκέψεις και μισοτελειωμένες ιδέες που δεν οδηγούσαν πουθενά. Απόλυτα απογοητευμένος, έπεσε για ύπνο.

Άνοιξε τα μάτια του με το πρώτο φως της ημέρας. Πίεσε τον εαυτό του να σκεφτεί θετικά. "Ε λοιπόν, σήμερα θα είναι μια θαυμάσια μέρα", σκέφτηκε ενώ τελείωνε τον καφέ του. Κατηφόρισε την Ολυμπιάδος και πήρε το δρόμο προς τα πανεπιστήμια σφυρίζοντας μια φάλτσα εκδοχή της μελωδίας του Νονού. Ήταν φανερό ότι προσποιούνταν τον αφηρημένο. Στην πραγματικότητα, τα αυτιά και τα μάτια του σκάναραν ανηλεώς το σύμπαν, προσδοκώντας το ερέθισμα που θα τον οδηγούσε στην καινούρια ιδέα.

Έφτασε στην παλιά Φιλοσοφική, ανέβηκε στον πρώτο όροφο και μπήκε στην αίθουσα τελετών.


Η εκδήλωση θα ξεκινούσε από λεπτό σε λεπτό. Έκατσε σε μια καρέκλα και έκανε πως παρακολουθεί με προσοχή. Όμως το μυαλό του έτρεχε αλλού. Οι πανεπιστημιακοί με τις τηβένους, τα μακρόστενα παράθυρα και οι βαρειές σκαλιστές καρέκλες, η υποβλητική και σχεδόν εκκλησιαστική ηχώ, όλα προσπαθούσαν να του αποκαλύψουν το κρυφό τους περιεχόμενο, αποπνέοντας μία εσάνς από πρόωρα γερασμένο Χάρυ Πόττερ... Σήκωσε τα μάτια ψηλά και είδε παντού γύρω του πορτραίτα βλοσυρών προσώπων, προφανώς πανεπιστημιακών, που έδιναν την εντύπωση ότι επέβλεπαν την κατά γράμμα τήρηση κάποιων πανάρχαιων ακαδημαϊκών κανόνων.

Και τότε πρόσεξε τον Τρύφωνα.



Ο Τρύφων Καραντάσης, προφανώς επιφανής πανεπιστημιακός και αυτός, επιτηρούσε την τάξη μέσα στον ιερό χώρο της αίθουσας τελετών, όπως και οι λοιποί συνάδελφοί του. Με μόνη διαφορά, ότι ο Τρύφων επιτελούσε το ιερό αυτό λειτούργημα με ένα τσιγάρο στο χέρι...

Ε αυτό ήταν σίγουρα μια καλή αρχή για ένα δυνατό στόρυ! Θα τα συνδύαζε όλα, την απαγόρευση του καπνίσματος, το Νόμο 4.000, το κυνήγι των δημοτικιστών, μια πετυχημένη φοιτητική εξέγερση με πολλούς διαδηλωτές να κραδαίνουν πλακάτ με το πορτραίτο του ανυπάκουου Τρύφωνα... Ναι, ναι, αυτό ήταν, θα έγραφε ένα μικρό αριστούργημα!

Μόλις τελείωσε η εκδήλωση, έτρεξε γρήγορα στο σπίτι κι έκατσε στον υπολογιστή. Είχαν βέβαια περάσει δύο μήνες από την τελευταία φορά που τα δάχτυλά του άγγιξαν με επιτυχία το πληκτρολόγιο. Το ήξερε ότι δεν θα ήταν εύκολο να ξαναξεκινήσει αλλά απ'την άλλη σκεφτόταν ότι δεν ήθελε να γράψει κάτι κοινότοπο, έτσι απλώς για να γράψει κάτι, άσε που πάντα έλεγε ότι θεωρούσε πολύ μίζερους όλους αυτούς που γυρνάν από τις διακοπές τους και το πρώτο πράγμα που γράφουν είναι μια χλιαρή ανασκόπηση του καλοκαιριού που τελειώνει με τη φράση "ΚΑΛΟ ΧΕΙΜΩΝΑ"...

Τώρα βέβαια τα πράγματα ήταν διαφορετικά, τώρα είχε στα χέρια του μια πολύ καλή αρχική ιδέα. Όμως δεν ήξερε καθόλου πώς να τη χειριστεί, δεν είχε καθόλου έμπνευση. Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει, ο χρόνος έτρεχε ανελέητα και μέσα σε οχτώ ώρες δεν είχε γράψει ούτε δέκα σειρές. Ήπιε δύο αναβράζοντα ντεπόν και προσπάθησε να ηρεμήσει. Κανένα αποτέλεσμα. Από τον επώδυνο λήθαργο τον έβγαλε βίαια ο ήχος του τηλεφώνου.



Ήταν η Λία.

Ξύπνα, φεύγω, φεύγεις; τι φεύγεις, που πας; φεύγω, πάω στην Αθήνα, με πήραν αναπληρώτρια, χάρηκες; ναι χάρηκα, μπράβο μπράβο, συγχαρητήρια, αλλά πώς να σου πω τώρα, και όλα αυτά που σχεδιάζαμε για το χειμώνα και δεν λέω, ε ναι, εννοείται ρε, αλλά και την προηγούμενη βδομάδα τα ίδια με τον Αντώνη, ε ναι ρε συ, αφού δεν υπάρχουν δουλειές, ε καλά εννοείται, τι να λεμε τώρα, ναι ναι, άντε καλή σταδιοδρομία και


Και έμεινε με το ακουστικό στο χέρι.


Βέβαια το έργο το είχε ξαναδεί... Όλοι κάποια στιγμή έφευγαν. Κι αυτός έμενε πίσω και τους αποχαιρετούσε.

Κολλητούς που αποφάσισαν να πάν στο στρατό/ φίλους που έφυγαν στο εξωτερικό/ αδερφούς που μετανάστευσαν/ ταξιδιώτες που χάθηκαν/ φίλες που πληγώθηκαν/ αυτόχειρες που τα κατάφεραν/ ερωτικές συντρόφους που επέλεξαν/


Προσπάθησε να μαζέψει όσο κουράγιο του είχε απομείνει.

"Ας δούμε και την ευχάριστη πλευρά", σκέφτηκε. "Νομίζω ότι τώρα έχω πραγματικά μια πολύ καλή αρχή για ένα δυνατό στόρυ, ναι ναι, αυτό είναι, ένα γαμάτο στόρυ με θέμα τη φυγή, ε δεν θα τα βάψουμε μαύρα κι όλας, έτσι μπράβο, ένα κεφάτο στόρυ που θα μιλάει για τις χαρούμενες πλευρές της αναχώρησης και για το πόσο διασκεδαστικό είναι να μένεις πίσω και να χαιρετάς τους άλλους, ναι ναι, είναι μια πολύ καλή ιδέα..."


Έκατσε μπροστά στον υπολογιστή

κοίταξε την οθόνη

σκούπισε τα μάτια του

πάτησε το Caps Lock

κι έγραψε :




ΚΑΛΟ ΧΕΙΜΩΝΑ





-------------------------------------------------------------------------







Υ.Γ.
1. Το τραγούδι είναι του Γιάννη Γιοκαρίνη, λαμπρή απόδειξη για το πώς μπορείς σε δύο στροφές να πεις πολύ περισσότερα από ό,τι σε δέκα παραγράφους.

2. Ίσως αρχίζω να βγάζω παραξενιές, αλλά δεν φτάνει που έχουμε τις στεναχώριες μας, έχουμε και τις καλοχειμωνιές των μπλόγκερς, νισάφι πια (νομίζω μόνο η Σερράτια με νιώθει...
)