14 Μαΐ 2009

Ν'ακους τους πιο μεγάλους, που ξέρουν τη ζωή

Ο φίλος μου ο Αντώνης έχει πολλά ζητήματα με τον πατέρα του. Το τι του έχει πει αυτός ο άνθρωπος κατά καιρούς, δεν περιγράφεται. Κι ύστερα ο Αντώνης παίρνει σβάρνα τους φίλους του και τους λέει τον πόνο του. Ένας από αυτούς τους φίλους είμαι πάντοτε κι εγώ. Γιατί ξέρει καλά ο Αντωνάκης ότι τις εν λόγω ιστορίες τις ακούω με τρελή ευχαρίστηση - πώς να κάνω αλλιώς, οι περισσότερες είναι καταπληκτικές!

Ε λοιπόν... να μια τέτοια!




-Εμείς γιε μου στην οικογένειά μας,
ποτέ δεν δώσαμε σημασία
στα ευτελή υλικά ζητήματα του βίου.


-Ποτέ δεν δώσαμε σημασία στα ασήμαντα,
όπως, ας πούμε, στα ρούχα που φοράει ένας άνθρωπος.



-Ποτέ! Ούτε στα ρούχα ούτε στα παπούτσια.


Πάντοτε να θυμάσαι Αντώνη μου,
αυτά τα λόγια του πατέρα σου:
τα ρούχα δεν κάνουν τον άνθρωπο.
Γι αυτό πάντοτε να φοράς
ό,τι σε κάνει να αισθάνεσαι όμορφα.



Εκτός βέβαια από την ώρα της δουλειάς!

Γιατί εκεί γιε μου,

τα ρούχα

είναι

ΕΡΓΑΛΕΙΟ.

Και με τη δουλειά δεν πρέπει να αστειευόμαστε...

.

6 Μαΐ 2009

Απρόσμενο...

Έχω πολλά χρόνια που δεν ασχολούμαι πλέον με την κριτική του κινηματογράφου. Η αποχή μου αυτή ξεκίνησε ως πλήξη για μια τόσο βαρετή διαδικασία και κατέληξε ως συγκεκριμένη πολιτική θέση για ένα βαθιά αντιδραστικό «λειτούργημα» όπως είναι η κριτική.

Έρχονται όμως στιγμές όπως αυτή που βίωσα χτες το βράδυ, στην αίθουσα 11 του ΣΙΝΕ ΛΑΪΚΟΝ, που νιώθεις πως ήρθε η ώρα να ξαναμιλήσεις. Γιατί αν όχι τώρα, πότε;


Μιλώ για την ταινία "Ο διάλογος" (στην αγγλική διανομή "Us and Them") του καλλιτεχνικού μορφώματος Μετέχνιο, μιας κοοπερατίβας που μέχρι στιγμής υποσχόταν πάρα πολλά, κανείς όμως δεν μπορούσε να προβλέψει αυτό που θα ακολουθούσε. Από τα πρώτα 10 δευτερόλεπτα, η ταινία καθηλώνει και τον πιο απαιτητικό θεατή μετατρέποντας το κινηματογραφικό κάδρο σε ένα μικρό σύμπαν που μιλά για τα πάντα. Δύο πρόσωπα σε ένα μαγικά ρεαλιστικό encounter, όπου όλα δείχνουν ότι το επερχόμενο τέλος κάθε άλλο παρά λυτρωτικό θα είναι. Και πράγματι, μετά τις πρώτες λέξεις, ο θεατής ανακαλύπτει ότι η ποιότητα της αντιπαράθεσης που θα εκτυλιχθεί μπροστά του, είναι ασύλληπτου βάθους και η σκηνοθετική σύλληψη της διεκπεραίωσής της, μεγαλοφυής: Οι ήρωες, καθισμένοι σε ένα απολύτως αληθινό και ταυτόχρονα απόκοσμο σαλόνι, συγκρούονται μόνο φαινομενικά, αφού την ίδια στιγμή, κάθε συνυποδήλωση των λεγομένων τους δεν φοβάται να φανερώσει μία απύθμενη λατρεία για τον αντίπαλο.

Η φυσικότητα των διαλόγων είναι σοκαριστική. Ακόμη και ο πιο αυστηρός κριτικός δύσκολα θα μπορέσει να εντοπίσει το παραμικρό ψεγάδι στην ποιότητα και την αγνότητα των διαλόγων, οι οποίοι έρχονται να κατατμήσουν τα σημαινόμενα αφήνοντας ακέραια τα σημαίνοντα, με την καθαρότητα και την ακρίβεια του χειρουργικού ατσαλιού.

Πέρα όμως από το σενάριο, η ταινία συνθέτει ταυτόχρονα ένα αισθητικό αριστούργημα. Πρόκειται για ένα ποίημα-πρόκληση για τις αισθήσεις μας (ακόμη και των πιο απαιτητικών θεατών), ένα ποίημα που φέρει την υπόσχεση ότι οι νευρώνες μας θα γεννήσουν νέες μοναδικές συνάψεις στην πορεία προς την αναζήτηση του κεντρικού νοήματος: Οι ελαφρά κιτρινοπράσινες αποχρώσεις των πολύ προσεγμένων φωτισμών στους τοίχους, η προσεκτική επιλογή στις γωνίες λήψης αλλά και το ανατρεπτικό και ταυτόχρονα όχι εξεζητημένο μοντάζ, κινούνται ακάθεκτα προς αυτή την κατεύθυνση. Η προσεκτικά επιλεγμένη μουσική ολοκληρώνει με ιδιαίτερη ευκολία αυτό που άλλοι δημιουργοί αναζητούν επί χρόνια, την πολυπόθητη «συναισθησία».

Όσο για τις ερμηνείες, τα σχόλια περιττεύουν. Οι ηθοποιοί, ειλικρινείς και μετρημένοι, έρχονται να υπογραμμίσουν την πληρότητα αυτού του θαυμάσιου εγχειρήματος. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η ταινία ξεκινά με τη φωνή του Δημητρη Χορν, υπενθυμίζοντας τρυφερά σε όλους μας ότι η απαξίωση του ρόλου του ηθοποιού από τον μεγάλο δάσκαλο Τζίγκα Βερτόφ, υπήρξε συχνά, μέσα στην ιστορία του κινηματογράφου, αδικαιολόγητη.

Αυτή λοιπόν είναι η ταινία: Μια νέα αποκαλυπτική περιγραφή του κόσμου που μας περιβάλλει, ενός κόσμου που φέρει βαρέως τα ίδια αρχέγονα ερωτήματα, όπως έχουν διατυπωθεί από τον «Άμλετ» του Σέξπηρ, έως το «Ψύχωση 4:48» της Σάρα Κέην.

Ωστόσο, ο “Διάλογος” της ομάδας Μετέχνιο, κομίζει και κάτι εντελώς καινούριο στην παλαίστρα των νοημάτων, καθώς είναι από τις σπάνιες εκείνες ταινίες που νιώθεις ότι εμπεριέχουν όχι μόνο την ερώτηση αλλά και την απάντηση ή τουλάχιστον την αρχή της. Λίγο πριν το fade out της τελικής σεκάνς, το στόμα του πρωταγωνιστή ανοίγει διάπλατα, σε μία ξεκάθαρη δήλωση της υπέρτατης υπαρξιακής αγωνίας, μια δήλωση ανάλογη με αυτή της «Κραυγής» του Μουνχ. ΟΙ δημιουργοί δεν μπορούσαν να γίνουν πιο ξεκάθαροι στην πρότασή τους: Ένας και μόνο ένας τρόπος υπάρχει για την αντιμετώπιση της αγωνίας του θανάτου και αυτός δεν είναι παρά η αέναη κίνηση προς τον Άλλο, ή με πιο απλά λόγια η επαναλαμβανόμενη εκτόξευση της ετερότητας προς το συγκλίνον άπειρο. Κι αν αυτή η κίνηση μας θυμίζει απόλυτα τη «Ρευστή Αγάπη», όπως την επινόησε ο Ζύγκμουντ Μπάουμαν, τότε μπορούμε χωρίς υπερβολή να πούμε ότι βρισκόμαστε μπροστά στο αρτιότερο μετανεωτερικό παραλήρημα που είδαμε στις κινηματογραφικές οθόνες, μετά το «Σολάρις» του Ταρκόφσκι.

Τα πολλά λόγια περιττεύουν. Πιστεύω ότι, παρακολουθώντας την ταινία, θα νιώσετε την ίδια ανάγκη με μένα. Να πείτε: "Σ’ ευχαριστώ Μετέχνιο, που με έκανες κοινωνό της τέχνης σου".

Σ’ ευχαριστώ.






metexnio.blogspot.com